κάτω από τον ουρανό
«Οι τόποι που γνωρίσαμε δεν ανήκουν μόνο στον κόσμο του χώρου, όπου τους τοποθετούμε για μεγαλύτερη ευκολία. Δεν ήταν παρά μια λεπτή τομή ανάμεσα στις συνεχόμενες εντυπώσεις που σχημάτιζαν την τότε ζωή μας. Η ανάμνηση ορισμένης εικόνας δεν είναι παρά ο καημός για ορισμένη στιγμή που πέρασε. Και τα σπίτια, οι δρόμοι, οι λεωφόροι, όλα είναι φευγαλέα, αλίμονο! σαν τα χρόνια».
Marcel Proust, Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο
Από την καθιέρωση της τοπιογραφίας ως αυτόνομου ζωγραφικού είδους της ευρωπαϊκής εικαστικής δημιουργίας τον 17ο αιώνα έως την «άνοδό» της στην κλίμακα της αξιολογικής ιεράρχησης των θεμάτων τον 19ο αιώνα, οι ζωγράφοι θα προσεγγίσουν το τοπίο ποικιλότροπα, από πιστή απεικόνιση του φυσικού ή του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος έως τόπο ονειρικό, τόπο πόθου και φυγής ή και μυστικιστικής σύνδεσης του ανθρώπου με τη φύση, ενώ στο πλαίσιο του μοντερνισμού η τοπιογραφία θα είναι ένα από τα μέσα που θα οδηγήσουν στην απομάκρυνση της ζωγραφικής από την κυριαρχία του θέματος και στην αυτονόμηση των εκφραστικών της μέσων. Οι αναπαραστάσεις του τοπίου είτε στη ζωγραφική και γενικότερα στις εικαστικές τέχνες είτε στη λογοτεχνία είτε άλλες δεν μπορούν να νοηθούν ως ουδέτερες εγγραφές όσων μας περιβάλλουν, αφού οι ίδιοι οι τόποι φέρουν ιστορικές και κοινωνικές μνήμες και η αναπαράστασή τους φιλτράρεται και από τα βιώματα και τις προθέσεις του παρατηρητή τους, αυτού που τους ανακατασκευάζει. Στην περίπτωση του Μίλτου Γκολέμα οι τόποι που πραγματεύεται στην προηγούμενη ενότητα των έργων του –τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας- αλλά και οι σκηνές της υπαίθρου της παρούσας δουλειάς του είναι ταυτόχρονα αναπαραστάσεις τόπων υπαρκτών αλλά και συμβολικές καταγραφές προσωπικών περιπλανήσεων και συλλογικών διαδρομών.
Σε μεγάλες ζωγραφικές συνθέσεις αποτυπώνει την απλωσιά των χωραφιών και των ανοικτών χώρου της υπαίθρου που γνώρισε σε παιδική ηλικία. Δεν πρόκειται, ωστόσο, για μια στείρα νοσταλγική παράθεση προσωπικών στιγμών και βιωμάτων. Γνωρίζοντας τις ποικίλες νοηματοδοτήσεις που παρεμβάλλονται μεταξύ του παρελθόντος και της εκ των υστέρων ανασυγκρότησής του, μπλέκει, σκόπιμα, το χθες με το σήμερα, το ατομικό με το συλλογικό, το συγκεκριμένο με το απροσδιόριστο, την ύλη με το πνεύμα.
Η ένταση στην εφαρμογή του χρώματος, η πληθωρική πάστα, η δυναμική, δηλαδή, ενεργοποίηση του υλικού χαρακτήρα του χρώματος, αναδεικνύουν τους τόπους αυτούς ως τόπους γεμάτους εμπειρίες, βιωμένες μνήμες εικόνων, ήχων, οσμών αλλά και σχέσεων, αγωνιών, τραυμάτων.
Η έντονη προοπτική διαχείριση που επιλέγει και η συχνά ανορθολογική κλίμακα θέτουν τον ίδιο αλλά και τον θεατή των έργων στο ρόλο του παρατηρητή, ενός μετέωρου παρατηρητή χώρων οικείων αλλά και μακρινών. Ο ίδιος, ωστόσο, ο ζωγράφος παραμένει θεατής και θεώμενος. Παράλληλα, το περιορισμένα αλλά καίρια τοποθετημένα αφηγηματικά στοιχεία – ανθρώπινες μορφές, τρακτέρ – προβάλλουν τη δύναμη των αυτονομημένων εκφραστικών μέσων και από κοινού με αυτά ενεργοποιούν τα πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης των έργων. Έτσι τα μέρη που φιλοξένησαν περιόδους των παιδικών του χρόνων δεν συνιστούν τους τόπους ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος ούτε μπορούν να ιδωθούν ως τόποι φαντασιακής απόδρασης από το υπερδομημένο αστικό σήμερα.
Θερισμένα χωράφια, καψαλισμένες πλαγιές, αγροτικοί δρόμοι και η ελάχιστα καταγεγραμμένη αλλά διαρκώς υπονοούμενη ανθρώπινη παρουσία ξεπερνούν την εικονογραφία νοσταλγικών αναπολήσεων του παρελθόντος. Αντλώντας από προσωπικές μνήμες και με δυνατή ζωγραφική διαχείριση ο Γκολέμας ενεργοποιεί αισθήσεις και νοήματα. Μας προσφέρει τόπους ζεστούς και μοναχικούς, συγκεκριμένους και ασύνορους, μελαγχολικούς και λυτρωτικούς, εικόνες του μόχθου και της απόλυτης ελευθερίας. Οι τόποι με σκηνές της υπαίθρου γίνονται τόποι ψυχικοί και διανοητικοί, όπου μπορείς να νοιώσεις το παρελθόν αλλά και να αναστοχαστείς για το σήμερα.
Υπαινισσόμενος πολλά περισσότερα απ’ όσα απεικονίζει και με σίγουρη κατοχή των αξιών της αφαιρετικής γραφής δεν καταθέτει τόπους εμμονών, αλλά τόπους αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης.
Ευγενία Αλεξάκη
Δρ. Ιστορικός της Τέχνης